λώρανθος

λώρανθος
ο
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια λωρανθίδες και περιλαμβάνει 600 περίπου είδη ξυλωδών παρασίτων, κυρίως τών δέντρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου και αντιδάνεια ως προς το β' συνθετικό λ., πρβλ. αγγλ. loranthus < λατ. lorum «ιμάντας, λουρί» + ἄνθος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • οξός — ο λαϊκή ονομασία τού φυτού λώρανθος ο ευρωπαϊκός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”